- κρεοβόρος
- κρεοβόρος, ὁ (Α)κρεατοφάγος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)-* + -βόρος (< βορά), πρβλ. δημο-βόρος, σαρκο-βόρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρεοβόρους — κρεόβορος masc/fem acc pl κρεοβόρος fed on flesh masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βορά — η (AM βορά) η τροφή, κυρίως για σαρκοφάγα ζώα αρχ. 1. οποιαδήποτε τροφή 2. φρ. «γαστρὸς βορά» λαιμαργία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βορά (τραγικοί, Ηρόδ., Αριστοτ.) αποτελεί όνομα δηλωτικό δράσεως που ανάγεται σε αρχική ινδοευρ. ρίζα *gwer «καταπίνω,… … Dictionary of Greek
γυιοβόρος — γυιοβόρος, ον (Α) αυτός που κατατρώει τα μέλη τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + βόρος (βλ. λ. βορά) (πρβλ. αιμοβόρος, κουροβόρος, κρεοβόρος)] … Dictionary of Greek
κρε(ο)- — και κρεατ(ο) (AM κρε[ο] και κρεω , Α και κρεα και κρεη και κρειο ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κρέας και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είτε αναφέρεται στο κρέας (κρεωνομώ, κρεωβορία) είτε… … Dictionary of Greek
κρεοβορία — και κρεωβορία, ἡ (AM) η κρεατοφαγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεοβόρος ο τ. κρεωβορία εμφανίζει α συνθετικό κρεω , για το οποίο βλ. κρε(ο) ] … Dictionary of Greek
κρεοβορώ — κρεοβορῶ, έω (AM) [κρεοβόρος] τρώγω πολύ κρέας, κρεοφαγώ … Dictionary of Greek